- εὐκρινεῖν
- εὐκρινέωkeep distinctpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκρινώ — εὐκρινῶ, έω (ΑΜ) [ευκρινής] μσν. διακρίνω καλά αρχ. 1. εξετάζω επιμελώς, διαλέγω καλά («τοὺς στρατευσομένους δεῑ εὐκρινεῑν», Ξεν.) 2. κρίνω, αποφασίζω 3. εξηγώ με σαφήνεια … Dictionary of Greek